- ἐξαπατήσῃς
- ἐξαπατάωdeceiveaor subj act 2nd sg (attic ionic)ἐξαπατάωdeceiveaor subj act 2nd sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παπάς — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
παπατζής — ο 1. αυτός που παίζει το παιχνίδι εξαπάτησης παπάς 2. απατεώνας, αγύρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής)] … Dictionary of Greek
φέναξ — ακος, ὁ και ἡ, Α 1. (ως ουσ. και ως επίθ.) φενακιστής, απατεώνας (α. «ὡς ἦν ἀλαζὼν καὶ φέναξ», Αριστοφ. β. «λόγον οὐ φένακα», Φίλ.) 2. κωμική ονομασία τού πτηνού φοῑνιξ* 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Φένακες·(στην Αθήνα) δαίμονες τής απάτης, στους … Dictionary of Greek
ανώνυμο ή ψευδώνυμο έργο — Τα αρχαιότερα λογοτεχνικά έργα δεν αναφέρουν το όνομα του συγγραφέα, ακόμα και αν σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαπιστωθούν μέσα σε αυτά εκδηλώσεις που ανάγονται στην παρέμβαση μιας προσωπικότητας αξίας. Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτιστικό… … Dictionary of Greek